ἔσχατος

ἔσχατος
ἔσχᾰτος (-ον; -ων, -οις: -ας; -αιςιν); -ον nom., acc.)
a the end of, limit of

ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα, περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον P. 10.28

κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς N. 3.22

Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας (join with κέρας) fr. 201. 2.
b extreme, i. e. supreme

ὅστις ἁμιλλᾶται πέρι ἐσχάτων ἀέθλων κορυφαῖς N. 10.32

ἀνορέαις δ' ἐσχάταισιν οἴκοθεν στάλαισιν ἅπτονθ Ἡρακλείαις I. 4.11

προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος ἐσχάταις ἐπίσιν I. 7.36

c final, at the last ἁ δ' Ψμέναιον (sc. ὕμνει), ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον [Μοῖρα] σύμπρωτον λάβεν, ἐσχάτοις ὕμνοισιν (Hermann, Schneidewin: ἔσχατον ὕμνον cod.: i. e. at the end of his life, opp. to σύμπρωτον) Θρ. 3. 9.
d subs., summit, crown

τὸ δ' ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι O. 1.113


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔσχατος — farthest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

  • έσχατος — η, ο 1. ο τελευταίος, ο πιο μακρινός: Έσχατο όριο. 2. ο κατώτερος, ο χειρότερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐσχατώτερον — ἔσχατος farthest adverbial comp ἔσχατος farthest masc acc comp sg ἔσχατος farthest neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχατώτατον — ἔσχατος farthest masc acc superl sg ἔσχατος farthest neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχάτω — ἔσχατος farthest masc/neut nom/voc/acc dual ἔσχατος farthest masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχάτων — ἔσχατος farthest fem gen pl ἔσχατος farthest masc/neut gen pl ἐσχατάω to be at the edge imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐσχατάω to be at the edge imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχάτως — ἔσχατος farthest adverbial ἔσχατος farthest masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔσχατον — ἔσχατος farthest masc acc sg ἔσχατος farthest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχατωτέρους — ἔσχατος farthest masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχατέων — ἔσχατος farthest masc/fem gen pl (epic ionic) ἐσχατάω to be at the edge pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”